•
καθώς φησιν
•
καθαρίσας αὐτοὺς τῷ σῷ λουτρῷ καὶ ἀλείψας αὐτοὺς τῷ σῷ ἐλείῳ ἀπὸ τῆς περιεχούσης αυτοὺς
πλάνης
•
καινουργεῖν
•
κακοτέχνους
•
κακοτεχνίας .
•
κανὼν τῆς πίστεως,
•
κανων τῆς πίστεως
•
κατὰ ̓́τἂ ἐν τῷ πίνακι
•
κατὰ Κέλσου
•
κατὰ δύναμιν
•
κατὰ μέρος πίστις
•
κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρελάβετε παρ’ ἡμων
•
κατὰ τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως,
•
κατά
•
κατέβησαν οὖν μετ’ αὐτῶν εἰς τὸ ὕδωρ καὶ πάλιν ἀνέβησαν
•
κατ’ αὐτούς
•
καταβαίνω, κατάκειμαι, καταπέμπω
•
κατακύμβιον
•
κατεγνωμένος
•
κατηχέω
•
κατηχήθης
•
κατηχημένος
•
κατηχητικὰ βιβλία
•
κεραυνοφόρος
•
κλ́ίνη
•
κλῆροι
•
κλείς
•
κληρικοί
•
κληρονομία
•
κλινικοί
•
κοιμάω
•
κοιμᾶται ἐν εἰρήνη
•
κοιμηθῶσιν
•
κοιμητήρια
•
κοιμητήριον
•
κοινωνικά
•
κράτιστος
•
κτίσεις, ἀρχαί, δυνάμεις , ἐξουσίαι
•
κτίσμα
•
κυμβίον
568
Philip Schaff
History of the Christian Church, Volume II: Ante-Nicene
Christianity. A.D. 100-325.
•
κυρόω
•
κυριακή, κυριακόν
•
κυριεύειν
•
κυρωτέον
•
λόγια
•
λόγος ἄσαρκος
•
λόγος ἐνδιάθετος
•
λόγος ἔνσαρκος .
•
λόγος κατὰ Ἀρείου κ. Σαβελλίου
•
λόγος παραινετικὸς πρὸσ Ἕλληνας .
•
λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ λόγου.
•
λόγος πρὸσ Ἕλληνας.
•
λόγος προφορικός .
•
λόγος,
•
λόγος.
•
λύκοι βαρεῖς
•
λαϊκος ἄνθρωπος
•
λειτουργία
•
λιτουργία
•
λογιώτατος
•
λογικώτερον
•
λουτρὸν παλιγγενεσίας ,
•
μέλη
•
μὴ ὄν
•
μὴ τηρεῖν
•
μή με βασανίσῃς .
•
μία σαββάτων,
•
μόνη φιλοσοφία ἀσφαλής τε καὶ σύμφορος–ϊ,–ͅϊ
•
μύησις
•
μαθηταὶ, λέγουσιν
•
μετ’ αὐτῶν τὴν νύκτα καὶ ἐκοιμήθην παρὰ τὸν πύργον. Ἔστρωσαν δὲ αἰ παρθένοι τοὺς λινοὺς
χιτῶνας ἐαυτῶν χαμαί, καὶ ἐμὲ ἀνέκλιναν εἰς τὸ μέσον αὐτῶν, καὶ οὐδὲν ὅλως ἐποίουν εἰ μὴ
προσηύχοντο· Κἀγὼ μετ ̔αὐτῶν ἀδιαλείπτως προσηυχόμην
•
μεταβολή
•
μετροπολίτης Σερρῶν
•
μητροπόλεις
•
μητροπολιται
•
μιᾶς γυναικὸς ἄνδρις
•
μικρὸν λαβύρινθον
•
μιμητὴς εἶ́ναι τοῦ πάθος τοῦ Θεοῦ μου,
•
μιμητική
569
Philip Schaff
History of the Christian Church, Volume II: Ante-Nicene
Christianity. A.D. 100-325.
•
μνήσεο Πεκτορίου
•
μοιχείρ
•
μοναρχία
•
μονογενὴς Θεός
•
μονογενὴς θεός
•
μονογενής
•
μονοτριάς , μονὰς ἐν τράδι
•
μορφαί, σχήματα
•
μοχείᾳ
•
μυστήριον, σύμβολον, μύησις, μυσταγωγεῖν, κάθαρσις , τελειώσις, φωτισμός
•
μυσταγωγία
•
νέμω
•
νίας
•
νόθα
•
νόμος
•
νεκροί
•
νοῦς, λόγος , φρόνησις, σοφία, δύναμις , δικαιοσύνη,
•
ξ
•
ξῶντες
•
ξζ ́
•
οἰκονομία
•
οἰκονομίας
•
οἱ ἀδελφοὶ τ. Κυρίου
•
οἱ ἐκ παίδων ἐμαθητεύθησαν τῷ Χριστῷ
•
οἱ λοιποὶ ἀπ.
•
οἱ μετὰ Λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἂν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἶον ἐν Ἕλλησι Σωκράτης καὶ
Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς
•
οὐκ ἐστιν ἀθάνατος ἡ ψυχὴ καθ’ ἑαυτήν, θνητὴ δέ
•
οὐσία
•
οὐσία ἄμορφος καὶ ἀκατασκεύαστος .
•
οὐσίας
•
οὐσία, φύσις
•
οὐχ ὡς διδάσκαλος , ἀλλ’ ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν
•
ουσαδικ βημουναθω ιειε.
•
πάλιν ἄλλη ἀρχὴ
•
πάντα ἐξ οὐκ ὀ̑ντων ἐποίσεν
•
πάντων τῶν ὑπὸ τοῦ Πατρὸς διὰ Χριστοῦ γεγεννημένων
•
πάνυ γηραλέος
•
πάσης κτίσεως
•
πάσχα
•
πάσχα σταυρώσιμου
570
Philip Schaff
History of the Christian Church, Volume II: Ante-Nicene
Christianity. A.D. 100-325.
•
πάσχειν
•
πέντε ὑπομνήματα
•
πέντε συγγράμματα
•
πίστεως
•
πόρναι.
•
πᾶν θηρῶν
•
πᾶσαν τὴν ἐκκλησίαν
•
πῦρ καθάρσιον
•
πῶς ἔσται Κηρίνθου τὰ κατὰ Κηρίνθου λέγοντα
•
παθητὸς καὶ ἄτιμος καὶ ἀειδής
•
παιδαγωγός
•
πανσπερμία
•
παρὰ ζώσης φωνῆς καὶ μενούσης
•
παρὰ τῶν πρεσβυτέρων
•
παράδοσις
•
παράδοσις ἀποστολική
•
παρθένοι
•
παροικία
•
παρ. ἀποστολική, κανὼν ἐκκλησιαστικός , τὸ ἀρχαῖον τῆς ἐκκλησίας , σύστημα
•
πατέρα
•
πατρικὴ θεότος
•
περ́ὶ στεφάνων
•
περάω,
•
περὶ ἀληθείας
•
περὶ ἐνσωμάτου θεοῦ
•
περὶ Χριστιανῶν
•
περὶ βίου θεωρητικοῦ
•
περὶ κυριακῆς
•
περὶ πλάσεως
•
περὶ σαρκώσεως Χριστοῦ
•
περὶ στύρακα
•
περὶ τῆς ἐπιστήμης
•
περὶ τῆς ὕλης
•
περὶ τοῦ μὴ δεῖν προφήτην ἐν ἐκστάσει λαλεῖν
•
περὶ τοῦ πάσχα
•
περὶ τοῦ παντός
•
περὶ φύσεως ,
•
περί̀ στέρνα
•
περίπτερα αἴματος
•
περιστερά
•
περιχώρησις
571
Philip Schaff
History of the Christian Church, Volume II: Ante-Nicene
Christianity. A.D. 100-325.